συνεννοώ

συνεννοώ
συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
(μόνο το μέσ.) συνεννοούμαι
α) καταλήγω σε κοινή απόφαση με κάποιον ύστερα από ανταλλαγή σκέψεων
β) ανταλλάσσω σκέψεις («συνεννοούνται ακόμη και δεν είναι γνωστό πότε θα συμφωνήσουν»)
γ) κατανοώ κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν μπορώ να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)
δ) κάνω μυστική συμφωνία
μσν.
μέσ. φέρνω στον νου μου, θυμάμαι («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῡ τραγικοῡ», Ευστ.)
μσν.-αρχ.
συλλογίζομαι μαζί ή συγχρόνως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεννοούμαι — έομαι, Μ [εὐνοῶ] δείχνω εύνοια σε κάποιον. Ν βλ. συνεννοώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”